- ἠγερέθομαι
- ἠγερέθομαι, [dialect] Ep. form of ἀγείρομαι ([voice] Pass.)A gather together, assemble, only [ per.] 3pl. [tense] pres. and [tense] impf., and inf.,
ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται Il. 3.231
, cf. h.Ap.147;ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Il.23.233
;περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Od.2.392
;ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228
;σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127
Aristarch. (ἠγερέεσθαι codd.): subj.ἠγερέθωνται Opp.H.3.360
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.